-
1 γνωμονικός
γνωμονικός, 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
-
2 γνωμονικός
γνωμονικός, (1) urteilsfähig, einsichtsvoll. (2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen
См. также в других словарях:
γνωμονική — η βλ. γνωμονικός … Dictionary of Greek
γνωμονικῇ — γνωμονικός judging by rule fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονική — γνωμονικός judging by rule fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών … Dictionary of Greek