Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡ γνωμονική

См. также в других словарях:

  • γνωμονική — η βλ. γνωμονικός …   Dictionary of Greek

  • γνωμονικῇ — γνωμονικός judging by rule fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονική — γνωμονικός judging by rule fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»